κακοδιδάσκαλος

κακοδιδάσκαλος
κακοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
ο διδάσκαλος τού κακού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + διδάσκαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • κακοδιδασκαλώ — κακοδιδασκαλῶ, έω (Α) [κακοδιδάσκαλος] διδάσκω το κακό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”